ομορφάδα

ομορφάδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ομορφάδα" в других словарях:

  • ομορφάδα — η [όμορφος] ομορφιά, ωραιότητα …   Dictionary of Greek

  • ομορφάδα — η ομορφιά, ωραιότητα, κομψότητα: Του νησιού μου τις μύριες ομορφάδες σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη (Μαβίλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμορφάδα — και ομορφάδα, η η ιδιότητα τού ωραίου, η ομορφιά …   Dictionary of Greek

  • ευμορφάδα — η (Μ εὐμορφάδα) [εύμορφος] ομορφάδα, ομορφιά …   Dictionary of Greek

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek

  • ομορφιά — η ωραιότητα, ομορφάδα: Έλαμπε η ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»